- αναδημιουργία
- η воссоздание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδημιουργία — η 1. η εκ νέου δημιουργία 2. αναγέννηση 3. ανασχηματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγ. σύνθετο < αναδημιουργώ. ΠΑΡ. αναδημιουργικός] … Dictionary of Greek
αναδημιουργία — η ανακατασκευή, ανάπλαση: Στη χώρα είχε αρχίσει μια περίοδος αναδημιουργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπλαση — Ο ανασχηματισμός, η αναμόρφωση, η αναγέννηση, η ανάμνηση. Στην ψυχολογία, α. παραστάσεων ονομάζεται η επιστροφή, η αναδημιουργία στη συνείδηση του ατόμου προγενέστερων παραστάσεων, χωρίς απαραίτητα να επιδρά εξωτερικός ερεθισμός. Η α. μπορεί να… … Dictionary of Greek
αναδημιουργικός — ή, ό ο ικανός, ο κατάλληλος για αναδημιουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδημιουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον παιδαγωγό Δημήτριο Μαρούλη] … Dictionary of Greek
ανάπλαση — η 1. αναμόρφωση στο καλύτερο, αναδημιουργία, αναγέννηση: Επιδίωξή του ήταν η ηθική ανάπλαση του λαού του. 2. η αναδημιουργία στη συνείδηση παλιότερων παραστάσεων: Η ανάπλαση των παραστάσεων γίνεται με πολλούς τρόπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Athanasios Vletsis — (* 10. November 1956 in Thessaloniki, Griechenland) ist ein orthodoxer Theologe. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Schwerpunkte 3 Mitgliedschaften … Deutsch Wikipedia
Vletsis — Athanasios Vletsis (* 10. November 1956 in Thessaloniki, Griechenland) ist ein orthodoxer Theologe. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Schwerpunkte 3 Mitgliedschaften 4 … Deutsch Wikipedia
ανάκτιση — η (Α ἀνάκτισις) [ἀνακτίζω] 1. χτίσιμο εκ νέου, ανοικοδόμηση, ανακαίνιση 2. αναγέννηση, αναδημιουργία … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αναδημιουργώ — ( έω) (Μ ἀναδημιουργῶ) δημιουργώ εκ νέου, κατασκευάζω κάτι από την αρχή, ξαναφτιάχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δημιουργῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδημιουργία] … Dictionary of Greek
αναμόρφωση — η (Α ἀναμόρφωσις) [ἀναμορφῶ] επανακατασκευή, αναδημιουργία κάποιου πράγματος με μερικές ή ολικές τροποποιήσεις τής παλαιάς του μορφής, ανασχηματισμός, ανακαίνιση νεοελλ. το να δίνει κανείς νέα διάπλαση, νέες κατευθύνσεις σε κάτι αρχ. ξαναγέννημα … Dictionary of Greek